- επαυξη
- ἐπαύξη-ης ἥ Plat. = ἐπαύξησις См. επαυξησις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαύξη — ἐπαύξη, η (Α) [επαύξω] επαύξηση … Dictionary of Greek
ἐπαύξῃ — ἐπαύξη fem dat sg (attic epic ionic) ἐπαυξάνω increase pres subj mp 2nd sg ἐπαυξάνω increase pres ind mp 2nd sg ἐπαυξάνω increase pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαύξης — ἐπαύξη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυξής — ἐπαυξής, ές (Α) [επαύξη] αυτός που παίρνει αύξηση, που αυξάνεται («ἐπαυξεῑς νόσοι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek